Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορκίζομαι < παθητική φωνή του ορκίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oɾˈci.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐κί‐ζο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

ορκίζομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία