Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθοδοντικός η ορθοδοντική το ορθοδοντικό
      γενική του ορθοδοντικού της ορθοδοντικής του ορθοδοντικού
    αιτιατική τον ορθοδοντικό την ορθοδοντική το ορθοδοντικό
     κλητική ορθοδοντικέ ορθοδοντική ορθοδοντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθοδοντικοί οι ορθοδοντικές τα ορθοδοντικά
      γενική των ορθοδοντικών των ορθοδοντικών των ορθοδοντικών
    αιτιατική τους ορθοδοντικούς τις ορθοδοντικές τα ορθοδοντικά
     κλητική ορθοδοντικοί ορθοδοντικές ορθοδοντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθοδοντικός < ορθοδοντική + -ός[1]

  Επίθετο επεξεργασία

ορθοδοντικός, -ή, -ό αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορθοδοντικός οι ορθοδοντικοί
      γενική του ορθοδοντικού των ορθοδοντικών
    αιτιατική τον ορθοδοντικό τους ορθοδοντικούς
     κλητική ορθοδοντικέ ορθοδοντικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθοδοντικός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου ορθοδοντικός[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορθοδοντικός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία