Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οργανώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀργαν(ῶ) / ὀργαν(όω) (κατασκευάζω) + -ώνω, σημασία μεσοπαθητικού τύπου ὀργανούμαι: προετοιμάζομαι,[1] διαμορφώνομαι (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική organiser)[2] → δείτε τη λέξη ὄργανον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oɾ.ɣaˈno.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐γα‐νώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

οργανώνω, αόρ.: οργάνωσα, παθ.φωνή: οργανώνομαι, π.αόρ.: οργανώθηκα, μτχ.π.π.: οργανωμένος

  1. πραγματοποιώ κάτι έχοντας προηγουμένως σκεφτεί πολύ προσεκτικά κι έχοντας φροντίσει να γίνει σωστά
    πληθυντικός Ο Γιάννης οργάνωσε ένα πάρτι στο σπίτι του για τα γενέθλιά του.

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. οργανώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας}}