οργανίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οργανίδιο | τα | οργανίδια |
γενική | του | οργανίδιου & οργανιδίου |
των | οργανίδιων & οργανιδίων |
αιτιατική | το | οργανίδιο | τα | οργανίδια |
κλητική | οργανίδιο | οργανίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οργανίδιο < όργανο + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
οργανίδιο ουδέτερο
- μικρό όργανο