Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπτιμιστής οι οπτιμιστές
      γενική του οπτιμιστή των οπτιμιστών
    αιτιατική τον οπτιμιστή τους οπτιμιστές
     κλητική οπτιμιστή οπτιμιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπτιμιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική optimiste[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπτιμιστής αρσενικό (θηλυκό οπτιμίστρια)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία