οπτιμιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οπτιμιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική optimiste[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
οπτιμιστής αρσενικό (θηλυκό οπτιμίστρια)
- οπαδός του οπτιμισμού
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ οπτιμιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας