οπισθοδρομικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οπισθοδρομικός < οπισθοδρομ(ώ) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rétrograde[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.pi.sθo.ðɾo.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πι‐σθο‐δρο‐μι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
οπισθοδρομικός, -ή, -ό
- (για άνθρωπο) που θα ήθελε να επιστρέψουμε στο παρελθόν, που δεν εγκρίνει τον σύγχρονο τρόπο ζωής και σκέψης
- (για ιδέα ή πρακτική) που χαρακτηρίζει έναν τέτοιον άνθρωπο
Συγγενικά επεξεργασία
- οπισθοδρομικά
- → δείτε τις λέξεις οπισθοδρομώ, όπισθεν, πίσω και δρόμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
οπισθοδρομικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ οπισθοδρομικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας