Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπισθοδρομικός η οπισθοδρομική το οπισθοδρομικό
      γενική του οπισθοδρομικού της οπισθοδρομικής του οπισθοδρομικού
    αιτιατική τον οπισθοδρομικό την οπισθοδρομική το οπισθοδρομικό
     κλητική οπισθοδρομικέ οπισθοδρομική οπισθοδρομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπισθοδρομικοί οι οπισθοδρομικές τα οπισθοδρομικά
      γενική των οπισθοδρομικών των οπισθοδρομικών των οπισθοδρομικών
    αιτιατική τους οπισθοδρομικούς τις οπισθοδρομικές τα οπισθοδρομικά
     κλητική οπισθοδρομικοί οπισθοδρομικές οπισθοδρομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπισθοδρομικός < οπισθοδρομ(ώ) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rétrograde[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.pi.sθo.ðɾo.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πι‐σθο‐δρο‐μι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

οπισθοδρομικός, -ή, -ό

  1. (για άνθρωπο) που θα ήθελε να επιστρέψουμε στο παρελθόν, που δεν εγκρίνει τον σύγχρονο τρόπο ζωής και σκέψης
  2. (για ιδέα ή πρακτική) που χαρακτηρίζει έναν τέτοιον άνθρωπο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία