Δείτε επίσης: ὀξιά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξιά οι οξιές
      γενική της οξιάς των οξιών
    αιτιατική την οξιά τις οξιές
     κλητική οξιά οξιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Οξιές στη Γερμανία (Fagus sylvatica)

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀξιά < ελληνιστική κοινή ὀξέα < ελληνιστική κοινή ὀξύα [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈksça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ξιά
παρώνυμο: οξεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οξιά θηλυκό

  1. (δέντρο) φυλλοβόλο δέντρο του γένους Fagus που έχει λεπτά πράσινα μυτερά και ωοειδή φύλλα, λείο και γκρίζο κορμό και μικρούς καρπούς, σε τριγωνικό σχήμα με ακανθώδες ξυλώδες κάλυμμα· περιλαμβάνει δέκα είδη που συναντώνται στην Ευρώπη, Ασία και Βόρειο Αμερική
  2. (συνεκδοχικά) το ξύλο του δέντρου της οξιάς

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία