Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοταξία οι ομοταξίες
      γενική της ομοταξίας των ομοταξιών
    αιτιατική την ομοταξία τις ομοταξίες
     κλητική ομοταξία ομοταξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομοταξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική homotaxia[1] < αρχαία ελληνική ὁμοῦ + τάσσω (ομο- + -ταξία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.mo.taˈksi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μο‐τα‐ξί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ομοταξία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ταξινομική βαθμίδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία