Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοσπονδιακός η ομοσπονδιακή το ομοσπονδιακό
      γενική του ομοσπονδιακού της ομοσπονδιακής του ομοσπονδιακού
    αιτιατική τον ομοσπονδιακό την ομοσπονδιακή το ομοσπονδιακό
     κλητική ομοσπονδιακέ ομοσπονδιακή ομοσπονδιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοσπονδιακοί οι ομοσπονδιακές τα ομοσπονδιακά
      γενική των ομοσπονδιακών των ομοσπονδιακών των ομοσπονδιακών
    αιτιατική τους ομοσπονδιακούς τις ομοσπονδιακές τα ομοσπονδιακά
     κλητική ομοσπονδιακοί ομοσπονδιακές ομοσπονδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομοσπονδιακός < ομοσπονδία + -ακός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fédéral

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.mo.spon.ði.aˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

ομοσπονδιακός

  Μεταφράσεις επεξεργασία