Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομηρικός η ομηρική το ομηρικό
      γενική του ομηρικού της ομηρικής του ομηρικού
    αιτιατική τον ομηρικό την ομηρική το ομηρικό
     κλητική ομηρικέ ομηρική ομηρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομηρικοί οι ομηρικές τα ομηρικά
      γενική των ομηρικών των ομηρικών των ομηρικών
    αιτιατική τους ομηρικούς τις ομηρικές τα ομηρικά
     κλητική ομηρικοί ομηρικές ομηρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομηρικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμηρικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.miˈɾi.kos/

  Επίθετο επεξεργασία

ομηρικός, -ή, -ό

  1. (λογοτεχνία) που αναφέρεται στον Όμηρο και το έργο του
    τα ομηρικά έπη
  2. που μοιάζει με τους ήρωες του Ομήρου και το γενικότερο χαρακτήρα των επών του
    ομηρικοί καβγάδες

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία