Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομίχλη οι ομίχλες
      γενική της ομίχλης των ομιχλών
    αιτιατική την ομίχλη τις ομίχλες
     κλητική ομίχλη ομίχλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομίχλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀμίχλη[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈmi.xli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μί‐χλη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Δέντρα μέσα στην ομίχλη

ομίχλη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία