Δείτε επίσης: ὁλογραφία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολογραφία οι ολογραφίες
      γενική της ολογραφίας των ολογραφιών
    αιτιατική την ολογραφία τις ολογραφίες
     κλητική ολογραφία ολογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική holographie < αρχαία ελληνική ὅλος + γράφω. Αναλύεται σε ολο- + -γραφία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.lo.ɣɾaˈfi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ολογραφία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία