Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοήμερος η ολοήμερη το ολοήμερο
      γενική του ολοήμερου της ολοήμερης του ολοήμερου
    αιτιατική τον ολοήμερο την ολοήμερη το ολοήμερο
     κλητική ολοήμερε ολοήμερη ολοήμερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοήμεροι οι ολοήμερες τα ολοήμερα
      γενική των ολοήμερων των ολοήμερων των ολοήμερων
    αιτιατική τους ολοήμερους τις ολοήμερες τα ολοήμερα
     κλητική ολοήμεροι ολοήμερες ολοήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολοήμερος < (ελληνιστική κοινή) ὁλοήμερος < ὅλος + ἡμέρα

  Επίθετο επεξεργασία

ολοήμερος

  • που διαρκεί όλη τη μέρα

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία