οιωνός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οιωνός | οι | οιωνοί |
γενική | του | οιωνού | των | οιωνών |
αιτιατική | τον | οιωνό | τους | οιωνούς |
κλητική | οιωνέ | οιωνοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οιωνός < αρχαία ελληνική οἰωνός
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οιωνός αρσενικό
- φαινόμενο, γεγονός ή σημάδι που θεωρείται πως προμηνύει το μέλλον
- ένδειξη που επιτρέπει να προβλέψουμε τις εξελίξεις
Συγγενικά επεξεργασία
ρήσεις επεξεργασία
- «Εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» (Ιλιάδα, Μ 243)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- οιωνός στη Βικιπαίδεια
- κλήδονας / κληδών
- διοσημία