Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η οδοντίατρος οι οδοντίατροι
      γενική του/της
του
οδοντιάτρου
οδοντίατρου
των οδοντιάτρων
    αιτιατική τον/την οδοντίατρο τους/τις
τους
οδοντιάτρους
οδοντίατρους
     κλητική οδοντίατρε οδοντίατροι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδοντίατρος < οδοντ- + -ίατρος, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Zahnarzt[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ðonˈdi.a.tɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐δο‐ντί‐α‐τρος
 
οδοντίατρος σε ώρα εργασίας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδοντίατρος αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία