Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οδικός χάρτης οι οδικοί χάρτες
      γενική του οδικού χάρτη των οδικών χαρτών
    αιτιατική τον οδικό χάρτη τους οδικούς χάρτες
     κλητική οδικέ χάρτη οδικοί χάρτες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδικός χάρτης < → δείτε τις λέξεις οδικός και χάρτης (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική road map)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

οδικός χάρτης αρσενικό

  1. χάρτης που δείχνει τις οδικές αρτηρίες μιας περιοχής καθώς και άλλες χρηστικές πληροφορίες
  2. (νεολογισμός, μεταφορικά) σχέδιο δράσης, στο οποίο περιγράφονται λεπτομερώς ή αδρομερώς οι μελλοντικές ενέργειες που απαιτείται να γίνουν για ένα ζήτημα
    ※  Αν κι η συνάντηση διαμόρφωσε την «ατζέντα» της διυπουργικής -έγινε λόγος για «οδικό χάρτη» εξόδου της βιομηχανίας από την κρίση- ωστόσο φαίνεται πως το κλίμα ήταν καλό. (* εφημερίδα Το Βήμα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία