Δείτε επίσης: ὁδηγός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οδηγός οι οδηγοί
      γενική του οδηγού των οδηγών
    αιτιατική τον οδηγό τους οδηγούς
     κλητική οδηγέ οδηγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδηγός < αρχαία ελληνική ὁδηγός < ὁδός + ἄγω
 
Οδηγός λεωφορείου.
 
Οδηγός δικύκλου.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ðiˈɣos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδηγός αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός/αυτή που προπορεύεται σε μια πορεία δείχνοντας στους άλλους το δρόμο
    • (μεταφορικά) αυτός ή αυτό που καθοδηγεί σε μια πορεία
      οδηγός μας είναι το συμφέρον του έθνους
  2. (επάγγελμα) αυτός/αυτή που οδηγεί ένα όχημα
    ασυνείδητος οδηγός, αφού παρέσυρε και τραυμάτισε πεζό, εγκατέλειψε αβοήθητο το θύμα
  3. μέλος του κινήματος του οδηγισμού
  4. κείμενο, βιβλίο, εγχειρίδιο κλπ που περιέχει αναλυτικές πληροφορίες, συμβουλές, υποδείξεις, οδηγίες σχετικά με ένα θέμα
    χρυσός οδηγός, ταξιδιωτικός οδηγός, οδηγός σύνταξης ιστοσελίδων
  5. εξάρτημα ή τμήμα μηχανισμού που κατευθύνει την κίνηση των κινούμενων μερών του
    ο οδηγός του φερμουάρ, ο οδηγός του συρταριού
  6. (υλικό υπολογιστή) drive: συσκευή που αναλαμβάνει την εγγραφή και ανάγνωση από αφαιρούμενο αποθηκευτικό μέσο
    οδηγός δισκέτας, οδηγός οπτικού δίσκου
  7. (υλικό υπολογιστή) drive: συσκευή που αναλαμβάνει την εγγραφή και ανάγνωση από ενσωματωμένο και μη αφαιρούμενο αποθηκευτικό μέσο
    οδηγός σκληρού δίσκου (HDD), οδηγός στερεάς κατάστασης (SSD)
  8. (πληροφορική) driver: βλ. συνώνυμο πρόγραμμα οδήγησης

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία