Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδηγία οι οδηγίες
      γενική της οδηγίας των οδηγιών
    αιτιατική την οδηγία τις οδηγίες
     κλητική οδηγία οδηγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδηγία < ελληνιστική κοινή ὁδηγία < ὁδηγός < αρχαία ελληνική ὁδός + ἄγω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική directive[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδηγία θηλυκό

  1. προφορικό ή γραπτό κείμενο που εξηγεί πώς να κάνει κανείς κάτι, π.χ. πώς χρησιμοποιείται μια συσκευή
    οδηγίες χρήσης
  2. επίσημη διαταγή ή εντολή σε γραπτή μορφή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία