ογκολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ογκολόγος< ογκο(λογία) + -λόγος. Δείτε και όγκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ογκολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- ογκολογία
- ογκολογικός
- → και δείτε τη λέξη όγκος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ογκολόγος
|