Δείτε επίσης: ὀβελίας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οβελίας οι οβελίες
      γενική του οβελία των οβελιών
    αιτιατική τον οβελία τους οβελίες
     κλητική οβελία οβελίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
στρατιώτες στο ψήσιμο του πασχαλινού οβελία (1958)

  Ετυμολογία επεξεργασία

οβελίας < αρχαία ελληνική ὀβελίας (ψωμί ψημένο στη σούβλα} από παρανόηση της σημασίας του ὀβελός (σούβλα για ψήσιμο κρέατος) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.veˈli.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐βε‐λί‐ας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οβελίας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία