Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξύπνημα τα ξυπνήματα
      γενική του ξυπνήματος των ξυπνημάτων
    αιτιατική το ξύπνημα τα ξυπνήματα
     κλητική ξύπνημα ξυπνήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξύπνημα < ξυπνώ + -μα < μεσαιωνική ελληνική ξυπνῶ < (ελληνιστική κοινήἐξυπνόω / ἐξυπνῶ < ἔξυπνος < ἐξ + αρχαία ελληνική ὕπνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξύπνημα ουδέτερο

  1. το αποτέλεσμα τού ξυπνώ, η έξοδος από την κατάσταση του ύπνου
    Τα ευρήματα μιας νέας μελέτης δείχνουν ότι το (πολύ) πρωινό ξύπνημα έχει ευεργετικές συνέπειες στον οργανισμό. (*)
     συνώνυμα: αφύπνιση, (έγερση)
  2. (κατ’ επέκταση) η έξοδος από μια κατάσταση ηρεμίας, απραξίας, αχρηστίας, παραμέλησης ή εγκατάλειψης
    • Το μελωδικό ξύπνημα του αρχαίου θεάτρου της Μεσσήνης (*)
    • Καλυμμένη με ηφαιστειακή στάχτη η Ισλανδία, ύστερα από το ξύπνημα του πιο ενεργού ηφαιστείου της χώρας το Σάββατο, που «πάγωσε» τις εσωτερικές πτήσεις αλλά δεν προκάλεσε προβλήματα στις ευρωπαϊκές ή υπερατλαντικές πτήσεις, τουλάχιστον μέχρι τώρα. (*)
  3. (μεταφορικά) η «αφύπνιση» και η συνειδητοποίηση μιας κατάστασης στον ψυχικό, διανοητικό ή ερωτικό τομέα
    Τον έχει εντυπωσιάσει το γεγονός ότι «ενώ αντικείμενο του έργου είναι το ξύπνημα της σεξουαλικότητας, κι ενώ μ' αυτό ασχολούνται συνέχεια τα παιδιά, η λέξη «αγάπη» είναι ανύπαρκτη! (*)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία