Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεγελάω < ξεγελ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐκγελῶ, συνηρημένος τύπος του ἐκγελάω. Συγχρονικά αναλύεται σε ξε- + γελάω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.ʝeˈla.o/

  Ρήμα επεξεργασία

ξεγελάω/ξεγελώ, πρτ.: ξεγελούσα/ξεγέλαγα, αόρ.: ξεγέλασα, παθ.φωνή: ξεγελιέμαι, π.αόρ.: ξεγελάστηκα, μτχ.π.π.: ξεγελασμένος

  • εξαπατώ κάποιον με ψέματα ή υποκρισία, τον κάνω να με πιστέψει ή να μου δείξει εμπιστοσύνη
    τον ξεγέλασε και του έφαγε την περιουσία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ξεγελάω την πείνα μου : τρώω κάτι πρόχειρο, για να μην πεινάω προσωρινά

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία