ξέφωτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξέφωτο | τα | ξέφωτα |
γενική | του | ξέφωτου | των | ξέφωτων |
αιτιατική | το | ξέφωτο | τα | ξέφωτα |
κλητική | ξέφωτο | ξέφωτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξέφωτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ξέφωτος < μεσαιωνική ελληνική ξέφωτος < ἐκφωτίζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκφωτίζω < ἐκ + φωτίζω < αρχαία ελληνική φάος / φῶς < πρωτοελληνική *pʰáos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰéh₂os < *bʰeh₂- (φωτίζω, λάμπω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkse.fo.to/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξέφωτο ουδέτερο