Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέκωλο τα ξέκωλα
      γενική του ξέκωλου των ξέκωλων
    αιτιατική το ξέκωλο τα ξέκωλα
     κλητική ξέκωλο ξέκωλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξέκωλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξέκωλο ουδέτερο (χυδαίο)

  1. γυναίκα ασυγκράτητη ερωτικά με διάφορα άτομα
  2. χαρακτηρισμός γυναίκας που είναι ντυμένη με υπερβολικά προκλητικά ρούχα
  3. (κατ’ επέκταση) ρούχο πολύ προκλητικό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ξέκωλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία