Δείτε επίσης: Νότα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νότα οι νότες
      γενική της νότας των (νοτών)
    αιτιατική τη νότα τις νότες
     κλητική νότα νότες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈno.ta/
 
Νότες που σχηματίζουν μια μελωδία.

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

νότα (άμεσο δάνειο) ιταλική nota < λατινική nota απ' όπου και η μεσαιωνική νότα (σύμβολο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νότα θηλυκό

  1. (μουσική) μουσικός φθόγγος και το αντίστοιχο γραπτό σύμβολό του (φθογγόσημο)
  2. απόχρωση, μικρή αλλαγή του τόνου ή της διάθεσης
    μια εύθυμη νότα που έσπασε το βαρύ κλίμα

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

νότα < (λόγιο δάνειο) γαλλική note diplomatique

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νότα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • NOTAM (αγγλικά: notice to airmen)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία