νυχτερεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ni.xteˈɾe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νυ‐χτε‐ρεύ‐ω
Ρήμα επεξεργασία
νυχτερεύω, αόρ.: νυχτέρεψα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά επεξεργασία
θέμα νυχτ- |
θέμα νυκτ- |
→ και δείτε τη λέξη νύχτα
Κλίση επεξεργασία
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | νυχτερεύω | νυχτέρεψα | θα νυχτερεύω | να νυχτερεύω | νυχτερεύοντας | |
β' ενικ. | νυχτερεύεις | νυχτέρεψες | θα νυχτερεύεις | να νυχτερεύεις | νυχτερεύε | |
γ' ενικ. | νυχτερεύει | νυχτέρεψε | θα νυχτερεύει | να νυχτερεύει | ||
α' πληθ. | νυχτερεύουμε | νυχτερεύαμε | θα νυχτερεύουμε | να νυχτερεύουμε | ||
β' πληθ. | νυχτερεύετε | νυχτερεύατε | θα νυχτερεύετε | να νυχτερεύετε | νυχτερεύετε | |
γ' πληθ. | νυχτερεύουν(ε) | νυχτέρεψαν νυχτερεύαν(ε) |
θα νυχτερεύουν(ε) | να νυχτερεύουν(ε) |
Μεταφράσεις επεξεργασία
νυχτερεύω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νυχτερεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας