Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυχιάζω < νύχι + -ιάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /niˈça.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νυ‐χιά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

νυχιάζω (παθητική φωνή: νυχιάζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία