Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νυσταλέος η νυσταλέα το νυσταλέο
      γενική του νυσταλέου της νυσταλέας του νυσταλέου
    αιτιατική τον νυσταλέο τη νυσταλέα το νυσταλέο
     κλητική νυσταλέε νυσταλέα νυσταλέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νυσταλέοι οι νυσταλέες τα νυσταλέα
      γενική των νυσταλέων των νυσταλέων των νυσταλέων
    αιτιατική τους νυσταλέους τις νυσταλέες τα νυσταλέα
     κλητική νυσταλέοι νυσταλέες νυσταλέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυσταλέος < (ελληνιστική κοινήνυσταλέος

  Επίθετο επεξεργασία

νυσταλέος, -α, -ο

  1. που πάντα νυστάζει
  2. (μεταφορικά) που δεν δείχνει ενεργητικότητα, αργός, νωθρός

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυσταλέος < νυστάζω

  Επίθετο επεξεργασία

νυσταλέος, -α, -ον

Άλλες μορφές επεξεργασία