νυσταγμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νυσταγμός < αρχαία ελληνική νυσταγμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
νυσταγμός αρσενικό
- (ιατρική) σπασμός των μυών του ματιού που προκαλούν ταλαντευτική κίνηση των ματιών
- πιο συνηθισμένες μορφές του νυσταγμού είναι ο οριζόντιος και ο κάθετος
Μεταφράσεις επεξεργασία
νυσταγμός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
νυσταγμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νυσταγμός αρσενικό