Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντρέπομαι < μεσαιωνική ελληνική ἐντρέπομαι < ελληνιστική κοινή ἐντρέπομαι, μέση φωνή του αρχαίου ἐντρέπω < ἐν + τρέπω

  Ρήμα επεξεργασία

ντρέπομαι (ενεργητική φωνή: ντροπιάζω)

  1. νιώθω ντροπή για κάτι άσχημο που έκανα
     συνώνυμα: αισχύνομαι
  2. έχω ηθικές αναστολές να κάνω κάτι, νιώθω ντροπή να κάνω κάτι
    ντρέπομαι να τον εξαπατήσω, δεν πρόκειται να το κάνω
  3. νιώθω σεβασμό για έναν άνθρωπο ή για κάτι που θεωρώ ότι έχει αξία και δεν θέλω να κάνω κάτι που θα τον/το προσβάλλει
    ντρέπομαι τον πατέρα σου, διαφορετικά θα σου έκανα μήνυση γι'αυτό μου έκανες

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • σα δε ντρέπεσαι: θα έπρεπε να ντρέπεσαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία