Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νονός οι νονοί
      γενική του νονού των νονών
    αιτιατική τον νονό τους νονούς
     κλητική νονέ νονοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νονός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νονός < ελληνιστική κοινή νόννος (με ορθογραφική απλοποίηση και μετακίνηση τόνου) < υστερολατινική nonnus[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nan- / *nen-. Συγγενές με την αρχαία ελληνική νέννος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /noˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νο‐νός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νονός αρσενικό (θηλυκό νονά)

  1. (χριστιανισμός) αυτός που παρίσταται ως μάρτυρας στη βάφτιση ενός παιδιού, βοηθά τον ιερέα στην τέλεση του μυστηρίου και αναλαμβάνει να το κατηχήσει στο χριστιανισμό
     συνώνυμα: ανάδοχος, πνευματικός πατέρας
  2. αρχηγός εγκληματικής οργάνωσης όπως η μαφία
    Η ταινία του 1972 του σκηνοθέτη Φράνσις Φορντ Κόπολα «Ο νονός» περιγράφει τη ζωή της οικογένειας ενός σικελού μαφιόζου της Νέας Υόρκης.
    έκφραση: νονός της νύχτας

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νονός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νόννος (με ορθογραφική απλοποίηση και μετακίνηση τόνου) < υστερολατινική nonnus[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νονός αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία