Δείτε επίσης: νόμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νομός οι νομοί
      γενική του νομού των νομών
    αιτιατική τον νομό τους νομούς
     κλητική νομέ νομοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νομός (βοσκή, διοικητική περιφέρεια) (< νέμω), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préfecture [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /noˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νο‐μός
τονικό παρώνυμο: νόμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νομός αρσενικό

  • διοικητική δικαιοδοσία ή υποδιαίρεση σε χώρα ή εκκλησιαστική δομή

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νομός οἱ νομοί
      γενική τοῦ νομοῦ τῶν νομῶν
      δοτική τῷ νομ τοῖς νομοῖς
    αιτιατική τὸν νομόν τοὺς νομούς
     κλητική ! νομέ νομοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νομώ
γεν-δοτ τοῖν  νομοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία