νομοθεσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νομοθεσία < αρχαία ελληνική νομοθεσία < νομοθέτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
νομοθεσία θηλυκό
- ένα σύνολο νόμων που αποδίδονται σε έναν νομοθέτη
- η νομοθεσία του Σόλωνα
- ένα σύνολο νόμων που αφορούν σε έναν τομέα ή γενικότερα το σύνολο των ισχυόντων νόμων
Μεταφράσεις επεξεργασία
νομοθεσία