Δείτε επίσης: Νομάς, Νομᾶς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η νομάς οι νομάδες
      γενική του/της
του
νομάδος
νομάδα
των νομάδων
    αιτιατική τον/τη νομάδα τους/τις νομάδες
     κλητική νομάς νομάδες
Ιδιόκλιτο, με ονομαστική και γενική ενικού από το αρχαίο νομάς.
Συγκρίνετε με την κλίση «ο νομάδας».
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομάς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νομάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νομάς αρσενικό ή θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο νομάς)

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / νομάς οἱ/αἱ νομάδες
      γενική τοῦ/τῆς νομάδος τῶν νομάδων
      δοτική τῷ/τῇ νομάδ τοῖς/ταῖς νομάσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν νομάδ τοὺς/τὰς νομάδᾰς
     κλητική ! νομάς νομάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νομάδε
γεν-δοτ τοῖν  νομάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «φυγάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομάς < νομ(ή) (νέμω) + -άς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νομάς, -άδος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που περφέρεται σε αναζήτηση βοσκής
    → δείτε τη λέξη Νομάδες
  2. (θηλυκό, σε επιθετική χρήση)
    1. αυτή που βόσκει
    2. αυτή που τρέφει
      ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 687
      κρῆναι Κηφισοῦ νομάδες ῥεέθρων
      οι πηγές του Κηφισού που τρέφουν τα ρείθρα

  Πηγές επεξεργασία