νικέλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
Ετυμολογία επεξεργασία
- νικέλιο < (λόγιο δάνειο) γερμανική Nickel < Kupfernickel < Kupfer (χαλκός) + Nickel < Nikolaus (Νικόλαος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /niˈke.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νι‐κέ‐λι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
νικέλιο ουδέτερο
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 28 και χημικό σύμβολο το Ni
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νικέλιο | τα | νικέλια |
γενική | του | νικελίου & νικέλιου |
των | νικελίων |
αιτιατική | το | νικέλιο | τα | νικέλια |
κλητική | νικέλιο | νικέλια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συγγενικά επεξεργασία
- νικελίνης
- νικέλινος
- νικελιούχος
- νικέλωμα
- νικελώνω
- νικέλωση
- → δείτε τις λέξεις Νικόλαος, νίκη και λαός
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- νικέλιο στη Βικιπαίδεια