νησιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νησιώτικος < νησιωτικός με μετακίνηση του τόνου σε πιο οικείο ύφος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /niˈsço.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νη‐σιώ‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
νησιώτικος, -η, -ο
- (οικείο) που αναφέρεται στους νησιώτες και τα νησιά
- οι νησιώτικοι χοροί είναι ζωηροί και χαρούμενοι
- μας μαγεύει η νησιωτική αρχιτεκτονική του Αιγαίου, με τα χαρακτηριστικά νησιώτικα κάτασπρα σπιτάκια της, τα γαλάζια χρώματα, τις καμάρες...
Άλλες μορφές επεξεργασία
- νησιωτικός (πιο επίσημο)
Παράγωγα επεξεργασία
- νησιώτικα (τραγούδια)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη νησί
Μεταφράσεις επεξεργασία
νησιώτικος
|