νησίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νησίδα | οι | νησίδες |
γενική | της | νησίδας | των | νησίδων |
αιτιατική | τη | νησίδα | τις | νησίδες |
κλητική | νησίδα | νησίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νησίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νησίς από την αιτιατική σε νησίδα, υποκοριστικό του νῆσος
- για τη νησίδα στο δρόμο < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /niˈsi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νη‐σί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
νησίδα θηλυκό
- (λόγιο, γεωγραφία) μικρό νησί
- άλλες μορφές: νησάκι
- → δείτε Κατηγορία:Νησίδες της Ελλάδας στο Βικιλεξικό
- (κατ’ επέκταση) λωρίδα σε δρόμο, που τον διαχωρίζει και προστατεύει τους πεζούς
- (μεταφορικά) οτιδήποτε έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά, που το κάνουν να ξεχωρίζει απ’ τα γύρω του
Συγγενικά επεξεργασία
- βραχονησίδα
- Νησίδα (τοπωνύμιο)
- νησίδιο
→ και δείτε τη λέξη νησί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νησίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
νησίδα θηλυκό