Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεύρα < νεύρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεύρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. εκνευρισμός, θυμός
    τον έχουν πιάσει νεύρα

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία