Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεύμα τα νεύματα
      γενική του νεύματος των νευμάτων
    αιτιατική το νεύμα τα νεύματα
     κλητική νεύμα νεύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεύμα < αρχαία ελληνική νεῦμα < νεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεύμα ουδέτερο

  • επικοινωνία χάρη σε ελαφρές κινήσεις του κεφαλιού, των ματιών ή των χεριών

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  νεύω

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία