Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναΐσκος οι ναΐσκοι
      γενική του ναΐσκου των ναΐσκων
    αιτιατική τον ναΐσκο τους ναΐσκους
     κλητική ναΐσκε ναΐσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναΐσκος < ναός + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή. Δείτε και ναΰδριον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναΐσκος αρσενικό

  • μικρός ναός
    ※  Ἡ Μαχούλα, ἀφοῦ ἐπροσκύνησε καὶ προσέφερε τὰ ἄνθη της, τὸ ἔλαιον καὶ τὸ θυμίαμά της, ἐκάθισεν εἰς μίαν ἄκραν ἔξω τοῦ ναΐσκου, μὲ τὸ καλάθιόν της καὶ τὸ μικρὸ κανατάκι της. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αμαρτίας φάντασμα)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία