Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νέκρωση οι νεκρώσεις
      γενική της νέκρωσης* των νεκρώσεων
    αιτιατική τη νέκρωση τις νεκρώσεις
     κλητική νέκρωση νεκρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νεκρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νέκρωση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νέκρωση θηλυκό

  • βλάβη των κυττάρων η οποία οδηγεί στον πρόωρο θάνατό τους σε ένα ζωντανό ιστό με τη διαδικασία της αυτόλυσης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία