νάρκισσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νάρκισσος | οι | νάρκισσοι |
γενική | του | νάρκισσου & ναρκίσσου |
των | νάρκισσων & ναρκίσσων |
αιτιατική | τον | νάρκισσο | τους | νάρκισσους & ναρκίσσους |
κλητική | νάρκισσε | νάρκισσοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νάρκισσος < αρχαία ελληνική νάρκισσος < νάρκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)nerq- (γυρίζω, στρέφω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
νάρκισσος αρσενικό
- αυτός που υπερηφανεύεται, κυρίως για την εξωτερική του εμφάνιση ή για την ομορφιά του
- (φυτό) γένος φυτών της οικογένειας των Αμαρυλλιδών που έχουν κίτρινα ή λευκά άνθη
- (λουλούδι) τα άνθη του παραπάνω φυτού
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- νάρκισσος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτός που υπερηφανεύεται
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια