Δείτε επίσης: μυς

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αρχικά: μυσ- μῠ- σε πολυσύλλαβα, αλλιώς μῡ-
ονομαστική μῦς οἱ μύες, μῦς
      γενική τοῦ μυός τῶν μυῶν
      δοτική τῷ μυῐ̈́ τοῖς μυσῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν μῦν τοὺς μῦς, μῦς
     κλητική ! μῦ μῦες, μῦς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μύε
γεν-δοτ τοῖν  μυοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'δρῦς' όπως «δρῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μῦς < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *múh₂s. Συγγενή: λατινική mūs, ' mouse. Η σύνδεση των σημασιών «ποντίκι» και «μυς», λόγω της παρόμοιας κίνησής τους. [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μῦς αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ποντίκι
  2. (ανατομία) μυς, μυώνας
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Περὶ καρδίης, (De corde), κεφ. 4, @scaife.perseus
    Περὶ δὲ οὗ ὁ λόγος, ἡ καρδίη μῦς ἐστι κάρτα ἰσχυρὸς, οὐ τῷ νεύρῳ, ἀλλὰ πιλήματι σαρκός. Καὶ δύο γαστέρας ἔχει διακεκριμένας ἐν ἑνὶ περιβόλῳ, τὴν μὲν ἔνθα, τὴν δὲ ἔνθα·
    ΣτΕ: Ο Ἱπποκράτης κάνει μία περιγραφή της καρδιάς.
  3. μύδι
  4. (ιχθυολογία) είδος (μεγάλης) φάλαινας
  5. φίμωτρο

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία