Δείτε επίσης: Μῆτις, μήτις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

μῆτις < *μέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meh₁- (μετρώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μῆτις θηλυκό (γενική: -ιος και -ιδος)

  • η σοφία, η ικανότητα να σκέφτεσαι και να δίνεις συμβουλές

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία