Δείτε επίσης: μοτό

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μότο < (άμεσο δάνειο) ιταλική motto < λατινική muttum

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μότο ουδέτερο άκλιτο

  • το χαρακτηριστικό σύντομο απόσπασμα πεζού ή ποιητικού λόγου, που γράφεται στην αρχή ενός βιβλίου και με το οποίο ο συγγραφέας δίνει το συγγραφικό στίγμα του

  Μεταφράσεις επεξεργασία