μόρφωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μόρφωση | οι | μορφώσεις |
γενική | της | μόρφωσης* | των | μορφώσεων |
αιτιατική | τη | μόρφωση | τις | μορφώσεις |
κλητική | μόρφωση | μορφώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μορφώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μόρφωση < ελληνιστική κοινή μόρφωσις < μορφόω / μορφῶ (δίνω μορφή) < αρχαία ελληνική μορφή ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Bildung[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
μόρφωση θηλυκό
- το να είναι κανείς μορφωμένος, να έχει αποκτήσει πολλές γνώσεις και πνευματική καλλιέργεια
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ μόρφωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας