μόνιμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
μόνιμα
- διαρκώς, πάντα, σε κάθε περίπτωση, μονίμως
- ↪ είναι μόνιμα κατσουφιασμένος
- για πάντα (λέγεται για κάτι που πρόκειται να διαρκέσει, για μια κατάσταση που αναμένεται να είναι σταθερή)
- ↪ εγκατασταθήκαμε μόνιμα στο νέο μας σπίτι
Άλλες μορφές επεξεργασία
- μονίμως (λόγιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μόνιμα