μωρέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μωρέ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μωρέ < κλητική ενικού από την αρχαία ελληνική μωρός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /moˈɾe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μω‐ρέ
Επιφώνημα επεξεργασία
μωρέ! προς άνδρα, αλλά και γυναίκα (προς γυναίκα και μωρή)
- συνοδεύει κλητικές ονομάτων σε οικείο τόνο
- ↪ Μωρέ Γιώργο! έλα να σου πω κάτι!
- εκφράζει ποικίλα συναισθήματα, όπως έκπληξη, ειρωνεία, συμπάθεια κ.λπ.
- ↪ Έλα μωρέ Ελένη μου! αστειευόμουνα, μην με παρεξηγείς!
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μωρέ