Δείτε επίσης: μῦς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυς οι μυς
μύες
      γενική του μυός των μυών
    αιτιατική τον μυ τους μυς
μύες
     κλητική μυ μυς
μύες
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μῦς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυς αρσενικό

  1. (λόγιο) το ποντίκι
  2. μυώνας

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

όπως

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία