μυθώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μυθώδης | η | μυθώδης | το | μυθώδες |
γενική | του | μυθώδους | της | μυθώδους | του | μυθώδους |
αιτιατική | τον | μυθώδη | τη | μυθώδη | το | μυθώδες |
κλητική | μυθώδη(ς) | μυθώδης | μυθώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μυθώδεις | οι | μυθώδεις | τα | μυθώδη |
γενική | των | μυθωδών | των | μυθωδών | των | μυθωδών |
αιτιατική | τους | μυθώδεις | τις | μυθώδεις | τα | μυθώδη |
κλητική | μυθώδεις | μυθώδεις | μυθώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυθώδης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
μυθώδης, -ης, -ες
- που έχει τα χαρακτηριστικά του μύθου
- Ως ισοβίως μαθητευόμενο μυθοπλάστη, δέσμιο των Εξαρχείων με κρατούσε ανέκαθεν, εξόν απ' το μεροδούλι, η μυθώδης αύρα αυτής της στριμωγμένης γειτονίτσας (Aύγουστος Κορτώ, στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 28 Δεκεμβρίου 2008)
- υπερβολικά μεγάλος, τόσο μεγάλος όσο στα παραμύθια
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυθώδης
|